μεταξοπαραγωγός

μεταξοπαραγωγός
ο, η
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και το εμπόριο του μεταξιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταξοπαραγωγός — ό 1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγός αυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”